ἐφευρέσεως

ἐφευρέσεως
ἐφευρέσεω̆ς , ἐφεύρεσις
discovering
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») …   Dictionary of Greek

  • ευρεσιτεχνία — Η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου. Το δίπλωμα ε. είναι ο επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του. Βλ. λ. εφεύρεση. * * * η 1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”